- ἀπόρρητοι
- ἀπόρρητοςforbiddenmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek
δυσεξεύρετος — η, ο (AM δυσεξεύρετος, ον) αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή ερευνάται («ἡρώων ἀπόρρητοι θῆκαι δυσεξεύρετοι», Πλούτ.) νεοελλ. 1. δυσκολοκατόρθωτος 2. αυτός τον οποίο δύσκολα εξευρίσκει ή προμηθεύεται κάποιος … Dictionary of Greek